χοχλάζω

χοχλάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χοχλάζω" в других словарях:

  • χοχλάζω — Ν βλ. κοχλάζω …   Dictionary of Greek

  • χοχλάζω — βλ. κοχλάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναχοχλακίζω — 1. χοχλάζω, βράζω 2. ειμαι σε αναβρασμό, οργίζομαι …   Dictionary of Greek

  • κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • χοχλός — ο, Ν [χοχλάζω] ανάβλυση νερού από πηγή …   Dictionary of Greek

  • κοχλάζω — και χοχλάζω 1. βράζω με θόρυβο, αναταράσσομαι από το βρασμό. 2. φρ., «Kοχλάζω από το θυμό μου», είμαι σε βρασμό ψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»